μαρκήσιος

μαρκήσιος
ο , μαρκήσία η маркиз, -а

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "μαρκήσιος" в других словарях:

  • μαρκήσιος — ο, θηλ. μαρκησία (Μ μαρκέσιος και μαρκέζης και μαρκέζιος και μαρκέσης) (στο παρελθόν σε ευρωπαϊκές χώρες γενικός διοικητής μαρκιωνίας, δηλαδή παραμεθόριας περιοχής ή επαρχίας, ο οποίος είχε στρατιωτικά, δικαστικά και διοικητικά καθήκοντα νεοελλ.… …   Dictionary of Greek

  • μαρκήσιος — ο θηλ. ησία (λ. λατ.) 1. αυτός που διοικούσε μία μαρκιωνία (διοικητική διαίρεση του φεουδαρχικού συστήματος στο μεσαίωνα). 2. τίτλος ευγένειας ανάμεσα στο δούκα και τον κόμητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Λα Φαγιέτ, Μαρί Ζοζέφ Πολ Ιβ Ρος Ζιλμπέρ Μοτιέ, μαρκήσιος του- — (Marie Joseph Paul Yves Roch Gilbert du Motier marquis de La Fayette, Σαβανιάκ 1757 – Παρίσι 1834). Γάλλος στρατηγός και πολιτικός. Ενθουσιασμένος από την αμερικανική Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας, οδηγήθηκε νεότατος στην Αμερική για να συμμετάσχει… …   Dictionary of Greek

  • Λουβουά, Φρανσουά Μισέλ Λε Τελιέ, μαρκήσιος του- — (Francois Michel Le Tellier, marquis de Louvois, 1641 – 1691). Γάλλος πολιτικός. Γιος του Μισέλ Λε Τελιέ, τον οποίο διαδέχτηκε στο αξίωμα του υπουργού των Στρατιωτικών, υπήρξε ένας από τους στενότερους συνεργάτες του Λουδοβίκου ΙΔ’. Ο Λ.… …   Dictionary of Greek

  • Βοβενάργκ, Λικ ντε Κλαπιέ ντε-, μαρκήσιος — (Markiz Luc de Clapiers de Vauvenargues, Εξ αν Προβάνς 1715 – Παρίσι 1747). Γάλλος συγγραφέας. Μεγάλο μέρος της σύντομης ζωής του το πέρασε στον στρατό. Όταν εγκατέλειψε τη στρατιωτική του σταδιοδρομία (1743), προσπάθησε μάταια να γίνει… …   Dictionary of Greek

  • Βομπάν, Σεμπαστιάν λε Πρεστρ, μαρκήσιος — (Sebastian le Prestre Vauban, Σεν Λεζέ ντε Φουρσερέ 1633 – Παρίσι 1707). Γάλλος στρατάρχης και στρατιωτικός μηχανικός. Υπηρετώντας στο τμήμα οχυρωματικών έργων, πήρε μέρος στον πόλεμο Γαλλίας και Αγγλίας κατά της Ισπανίας στη Φλάνδρα και διηύθυνε …   Dictionary of Greek

  • Λόπεθ ντε Μεντόθα, Ινίγκο, μαρκήσιος της Σαντιγιάνα — (Inigo Lopez de Mendoza marques de Santillana, Καριόν ντε λος Κόντες, Καστίλη 1398 – Γκουανταλαχάρα, Καστίλη 1458). Ισπανός ποιητής και ουμανιστής. Ο Λ. ντε Μ., σημαντική προσωπικότητα της εποχής του, συμμετείχε στους πολιτικούς αγώνες εναντίον… …   Dictionary of Greek

  • Ρακάν, Ονόριος μαρκήσιος του- — (Racan, 1589 – 1670). Γάλλος ποιητής. Υπήρξε γιος αξιωματικού και μάλιστα υπηρέτησε και αυτός ως ακόλουθος του Ερρίκου Δ’ στην αυλή του οποίου γνώρισε τον ποιητή Μαλέρμπ και έγινε μαθητής του. Αργότερα υπηρέτησε επί είκοσι χρόνια στον στρατό του… …   Dictionary of Greek

  • Σαντ, Ντονοτιόν Αλφόνς Φρανσουά μαρκήσιος του- — (Marquis de Sade). Γάλλος συγγραφέας (Παρίσι 1740 Σαραντόν 1814) από παλιά αριστοκρατική οικογένεια, που κατά την παράδοση καταγόταν από τη Λάουρα του Πετράρχη. Το αθυρόστομο έργο του τον παρέσυρε σε σκάνδαλα, δίκες και μακρές φυλακίσεις και… …   Dictionary of Greek

  • Τανούτσι, Mπερνάντο μαρκήσιος ντε- — (Ταnucci, 1698 – 1783). Ιταλός νομομαθής και πολιτικός. Διετέλεσε καθηγητής του δικαίου στο πανεπιστήμιο της Πίζας. Αργότερα προσλήφθηκε ως σύμβουλος από τον βασιλιά της Νάπολης Κάρολο τον Γ’ και ύστερα έγινε πρωθυπουργός του. Διακρίθηκε για τις… …   Dictionary of Greek

  • Χάλιφαξ, Τζορτζ - Σέιβιλ μαρκήσιος του- — (Halifax, 1633 – 1695). Άγγλος πολιτικός. Υπήρξε από τους βασικούς συντελεστές της παλινόρθωσης του Καρόλου B’, ο οποίος και τον αντάμειψε με τίτλους ευγενείας και με διορισμό στο μυστικό συμβούλιό του ως σφραγιδοφύλακα. Ο X. έγινε παντοδύναμος,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»